κέρχνωμα

κέρχνωμα
κέρχν-ωμα, ατος, τό, in pl.,
A roughnesses, Hsch.; also, = τὰ κερχνωτά, Id.
II = κέγχρωμα, Id.(pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κέρχνωμα — κέρχνωμα, τὸ (Α) [κερχνώ] (κατά τον Ησύχ.) «κερχνώμασι τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῡσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς ἴτυς τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων» …   Dictionary of Greek

  • κερχνώμασι — κέρχνωμα roughnesses neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνώμασιν — κέρχνωμα roughnesses neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”